σεχταρισμός

σεχταρισμός
ο, Ν
βλ. σεκταρισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Сектантство — (греч. σεχταρισμός«учение, направление, школа»)  религиозное течение с иной отличной от неизменного религиозного первоисточника трактовкой Библии, Корана, Веды и т. д. То, что на языке самой церкви называется «ересью». В России… …   Википедия

  • σεκταρισμός — Όρος που χρησιμοποιείται στο εργατικό κίνημα και σημαίνει την απόσπαση ή και την απομόνωση των επαναστατικών εργατικών οργανώσεων από τις εργατικές μάζες. Στα τελευταία χρόνια σεκταριστικές τάσεις εκδηλώθηκαν κυρίως στις χώρες της Ν. Αμερικής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”